ληκτήριος

ληκτήριος
ληκ-τήριος, α, ον, ([etym.] λήγω)
A extreme, νῆσον εἰς ληκτηρίαν to the farthest bounds of the island, Lyc.966, cf. 1391 (s.v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ληκτήριος — ληκτήριος, ία, ον (Α) έσχατος, τελευταίος («νῆσον εἱς ληκτηρίαν» στα τελευταία όρια τής νήσου, Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λήγω + κατάλ. τήριος] …   Dictionary of Greek

  • ληκτήριος — extreme masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκτηρίαν — ληκτηρίᾱν , ληκτήριος extreme fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”